γεραροί

γεραροί
γεραρός
of reverend bearing
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γεραρός — ά, όν (AM γεραρός, ά, όν) αξιοσέβαστος αρχ. 1. γεραιός* 2. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ γεραροί οι πρεσβύτεροι, οι ιερείς 3. (πληθ. θηλ. ως ουσ.) αἱ γεραραί ιέρειες του Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γέραρ, παράλληλος τ. τού γέρας με θέμα σε τ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”